Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερωμένιον — ἐρωμένιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ερωμένη) μικρή ερωμένη, τρυφερή αγάπη … Dictionary of Greek
ἐρωμένιον — a little love neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)